Μια περιήγηση σε πέντε βιβλία ξένης (μεταφρασμένης) λογοτεχνίας για το 2023 επιχειρεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά, επιλέγοντας όχι μόνο καλά μυθιστορήματα, αλλά και αξιόπιστες μεταφράσεις.
Ας κάνουμε εκκίνηση με τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Επιτομή της μενίππειας σάτιρας και της πανάρχαιης καταγωγής της, η «Αποκολοκύνθωση» του Σενέκα (Σενέκας: Αποκολοκύνθωση. Μενίππεια σάτιρα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σταύρος Τσιτσιρίδης, εκδόσεις Κίχλη) μας φέρνει σε άμεση επαφή με ένα είδος της αρχαιοελληνικής και της ρωμαϊκής γραμματείας το οποίο αγγίζει άμεσα το κλίμα των μεταμοντέρων κειμενικών συμμείξεων και προσμίξεων. Κι αυτό, χάρη, οπωσδήποτε, στα εύρωστα, ολοζώντανα και εκφραστικά ελληνικά και στον πλούτο της εισαγωγής και των σημειώσεων του Σταύρου Τσιτσιρίδη, που απευθύνονται τόσο σε λόγιο κοινό όσο και σε ανθρώπους που θέλουν να μάθουν κάτι, είτε για την πολιτική εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου είτε για τις λογοτεχνικές επιδόσεις του Σενέκα. Η «Αποκολοκύνθωση» αποτελεί έργο του τέλους της πρώτης πεντηκονταετίας του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα, όταν η Αγριππίνα δηλητηριάζει τον Κλαύδιο για να σπρώξει στην εξουσία τον γιο της, που δεν ήταν άλλος από τον Νέρωνα. Η μενίππεια σάτιρα, και ειδικότερα η «Αποκολοκύνθωση», ξεκινούν από μια συνθήκη καταστατικής ασέβειας για τους κοινωνικούς θεσμούς και το πλαίσιο της ιδεολογικής τους νομιμοποίησης και καταλήγουν στον εκρηκτικό συνδυασμό έμμετρων και πεζών μορφών, υψηλής και λαϊκότροπης τέχνης ή αναίδειας και σεβασμού για διακεκριμένα δημόσια πρόσωπα και σημαντικά δημόσια ζητήματα, ενσωματώνοντας στο εσωτερικό τους πλήθος ιστορικο-φιλολογικές παραπομπές, παίζοντας με οικεία ή με ανοίκεια λογοτεχνικά πρότυπα, εξαρθρώνοντας τους κοινούς παροιμιακούς ή γνωμικούς τύπους και τόπους, παραφράζοντας και παρωδώντας καθιερωμένες πηγές και εισάγοντας συχνά στη δράση ένα στοιχείο αποδομητικής (και ανατρεπτικής) φαντασίας. Αυτή τη γραμμή, που σίγουρα στέκει μακριά από τη λογική της επιείκειας του στωικισμού, χαράσσει ο Σενέκας στην «Αποκολοκύνθωση», προκαλώντας μας το γέλιο με την αυθάδεια και την ευσέβειά του, τον θαυμασμό με το συγκρητικό του μένος και την κατάπληξη με το βάθος και την αμεσότητα της ειρωνείας του.
Ο «Επίτιμος πρόξενος» του Γκράχαμ Γκριν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε υποδειγματική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, δημοσιεύτηκε το 1973 και αποδείχθηκε με την πάροδο του χρόνου ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του. Η πολιτική βία, η τρομοκρατία κυβερνήσεων και επαναστατικών ομάδων στη Λατινική Αμερική προ πενήντα ετών, οι δικτατορίες του Αλφρέδο Στρέσνερ στην Παραγουάη (μεταξύ 1954 και 1984) και του «βρόμικου πολέμου» στην Αργεντινή (από το 1974 μέχρι το 1983), οι ερωτικές διεκδικήσεις, οι υπαρξιακές συγκρούσεις, όπως προκύπτουν από την αντίθεση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής, αλλά και η αρσενική κουλτούρα ενός επηρμένου, αν όχι και καταστροφικού, ανδρισμού αποτελούν τα χαρακτηριστικά με τα οποία μας συστήνεται ο «Επίτιμος πρόξενος» ενόσω κινείται ανάμεσα στην πολιτική περιπέτεια, το θρίλερ χαρακτήρων και τη μαύρη κωμωδία. Ποιοι ακριβώς είναι οι μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές; Ένας επίτιμος πρόξενος της Βρετανίας, χωρίς καμία επίσημη διπλωματική ιδιότητα, βυθισμένος στο αλκοόλ, στην κρίση της ηλικίας και στις κρίσεις αυτολύπησης, ο Τσάρλι Φόρτναμ. Είναι ακόμα η άλλοτε επαγγελματίας πόρνη σύζυγός του, η Κλάρα, και ο γιατρός Εδουάρδο Πλαρ, Βρετανός από την πλευρά του πατέρα του και Παραγουανός από την πλευρά της μητέρας του, με τον πατέρα του να έχει φυλακιστεί επί δεκαπενταετία προτού να δολοφονηθεί. Να προσθέσουμε τον πρώην ιερέα Λεόν Ρίβας, δευτεροβάθμιο ηγέτη μιας μικρής ομάδας ανταρτών από την Παραγουάη. Ο τόπος είναι το Κορριέντες, μια παρόχθια πόλη του ποταμού Παρανά, που χωρίζει την Αργεντινή από την Παραγουάη. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Πλαρ, ο οποίος ήταν συμμαθητής με τον Ρίβας σε σχολείο Ιησουιτών, ερωτεύεται την Κλάρα, την οποία και αφήνει έγκυο εν αγνοία του Φόρτναμ. Η ομάδα του Ρίβας θέλει να απαγάγει τον Αμερικανό πρέσβη, προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή φυλακισμένων συναγωνιστών της, ενώ ο Πλαρ μπλέκεται στην υπόθεση γιατί ο Ρίβας του υπόσχεται πως θα βρει τον πατέρα του μεταξύ των κρατουμένων, διαψεύδοντας πως έχει δολοφονηθεί. Οι αντάρτες, όμως, μπερδεύουν τον Αμερικανό πρέσβη με τον Βρετανό επίτιμο πρόξενο και ο χορός των παρεξηγήσεων και των εντάσεων ξεκινάει. Το μόνο που μένει στην ομάδα να κάνει είναι να σκοτώσει τον επίτιμο πρόξενο ύστερα από το λάθος της, διαφυλάσσοντας το κύρος της. Ο επικείμενος σκοτωμός του πρόξενου από τον Ρίβας φέρνει τα πάνω κάτω. Ο υποψήφιος εκτελεστής αμφιβάλλει, ως πρώην παπάς, για το εγχείρημα, χωρίς πάντως να βγάζει έξω από τον λογαριασμό της τρομοκρατίας τη θεϊκή χείρα, ο πρόξενος θρηνεί γιατί θα τον χάσει η γυναίκα του, αν και αποκαλύπτεται πως ξέρει ότι το παιδί είναι του Πλαρ, ο Πλαρ διακηρύσσει ότι η αγάπη δεν σημαίνει για τους ανθρώπους το παραμικρό, μολονότι μάχεται να σώσει τον πρόξενο, και οι δυνάμεις της κρατικής καταστολής τον σκοτώνουν μαζί με τον Ρίβας, ρίχνοντας το βάρος της ευθύνης για τον θάνατό του στον τελευταίο. Ο «Επίτιμος πρόξενος» ευτύχησε στον κινηματογράφο το 1983 με το ομώνυμο φιλμ του Τζον Μακένζι με τον Ρίτσαρντ Γκιρ στον ρόλο του Πλαρ και τον Μάικλ Κέιν στον ρόλο του Τσάρλι Φόρτναμ.
Βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, και έχοντας αποσπάσει δύο φορές το Βραβείο Booker (μοναδικό επίτευγμα στην ιστορία των παγκόσμιων λογοτεχνικών θεσμών), ο Τζον Μάξγουελ Κούτσι ή Κούτσι, ο οποίος είναι σήμερα 83 ετών, με καταγωγή από τη Νότια Αφρική, επανέρχεται στο στερέωμα της διεθνούς λογοτεχνίας με το μυθιστόρημα «Ο Πολωνός», που κυκλοφορεί σε πολύ καλή μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου, από τη Διόπτρα, αποδεικνύοντας το αγέραστο του ανδρός. Το νέο μυθιστόρημα του Κουτσί μιλάει για τον έρωτα σε προχωρημένη ηλικία, για την αγάπη και για τον θάνατο, αλλά και για το θερμό ή ψυχρό ρίγος της ύπαρξης, σε μεγαλύτερους και μικρότερους, ακουμπώντας στις πιανιστικές μελωδίες του Σοπέν και στo «La vita nuova» του Δάντη, και περνώντας από τη Μαγιόρκα (όπου στάθμευσε και ο Σοπέν), από τη Βαρσοβία (η Πολωνία αποτελεί την πατρίδα του τελευταίου) και (εμμέσως πλην σαφώς) από την Ιταλία.
Γραμμένος από την οπτική γωνία της πρωταγωνίστριας (αν και σε τρίτο ρηματικό πρόσωπο), «Ο Πολωνός» δεν καταπιάνεται με τις παλαιότερες πρωτοποριακές αναζητήσεις του Κουτσί, αν και τις κρατάει εγγεγραμμένες στον πυρήνα της αφήγησης με την ειρωνεία, την αμφιβολία και τον σκεπτικισμό να διατρέχουν κάθε σκέψη της Μπεατρίθ. Και αν ο ενάρετος βίος της «νέας ζωής» του Δάντη και της Βεατρίκης διασώζεται ως όραμα στα ποιήματα του ειδικευμένου στον Σοπέν πιανίστα, Βίτολντ, σε έναν έρωτα όχι μακριά από τις σαρκικές απολαύσεις, αλλά οπωσδήποτε υπεράνω αυτών, ο ρομαντισμός του Σοπέν παρεισδύει απρόσμενα τόσο στο συγκινησιακό υπόβαθρο της Μπεατρίθ, που αναθεωρεί συνεχώς όλες τις απορριπτικές της επιλογές ως προς τον εραστή της, όσο και στα ποιήματα του Βίτολντ, που καλούν σε μια αιώνια γιορτή του υψηλού και του απόλυτου.
Τον Μάιο του 1932, το υπερωκεάνιο «Ζορζ Φιλιππάρ», κορωνίδα της γαλλικής ναυσιπλοΐας, βυθίζεται μετά από πυρκαγιά στις ηλεκτρικές του εγκαταστάσεις στα ανοικτά του Περσικού Κόλπου, θυμίζοντας το ναυάγιο του «Τιτανικού». Το καράβι θεωρείται, όπως και μια εικοσαετία νωρίτερα ο «Τιτανικός», αβύθιστο λόγω των υψηλών τεχνικών προδιαγραφών του. Επιστρέφει από την παρθενική του κρουαζιέρα στην Ιαπωνία. Πενήντα σχεδόν επιβάτες χάνουν τη ζωή τους και ανάμεσά τους βρίσκεται ο διάσημος ρεπόρτερ Αλμπέρ Λοντρ. Αυτή είναι η ιστορία την οποία ξεδιπλώνει ο κατ’ επανάληψη μεταφρασμένος στα ελληνικά μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος Πιέρ Ασουλίν στο μυθιστόρημά του «Το υπερωκεάνιο», που κυκλοφορεί σε εξαιρετική μετάφραση της Μαριάνθης Πάσχου από τις εκδόσεις Πόλις. Ο Λοντρ ρίχνει τη σκιά του στο βιβλίο του Ασουλίν (έχει ασχοληθεί ως βιογράφος μαζί του), αλλά την πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ αναλαμβάνει ο μυθιστορηματικός Ζακ Μαρί Μποέρ, βιβλιοπώλης σπάνιων εκδόσεων και συλλέκτης. Στο ταξίδι από τη Μασσαλία προς την Ιαπωνία το πλοίο προαναγγέλλει την επερχόμενη καταστροφή με διάφορες ηλεκτρικές βλάβες, αλλά οι επιβάτες γελούν με τα ατυχή περιστατικά, μολονότι συζητούν συνεχώς για το ναυάγιο του «Τιτανικού» και για άλλα μεγάλα ναυάγια του καιρού. Ο χαμός του «Ζορζ Φιλιππάρ» θα απασχολήσει σε πλάτος και σε βάθος τον διεθνή προπολεμικό Τύπο και θεωρίες συνομωσίας θα εξαπλωθούν προς πάσα κατεύθυνση, μαζί με εκτεταμένες δημοσιογραφικές, έρευνες, αλλά ο Ασουλίν περιορίζεται στο ταξίδι και στο ναυάγιο για δύο λόγους. Πρώτο, επειδή θέλει να μιλήσει για τον χώρο της πρώτης θέσης, απ’ όπου ξεκίνησε η φωτιά, και απ’ όπου προήλθαν τα περισσότερα θύματα, προκαλώντας ποικίλους πολιτικοκοινωνικούς συνειρμούς, και δεύτερο επειδή επιδιώκει να απεικονίσει το ταξίδι και το ναυάγιο ως ένα είδος άλλης προεξαγγελίας – της καταστροφής που θα επέλθει στην Ευρώπη με την άνοδο του ναζισμού και με το τέλος μιας ολόκληρης εποχής προσδοκιών, ελπίδων και ψευδών υποσχέσεων.
Πώς γράφει ένας σημερινός συγγραφέας για έναν κατά πολύ παλαιότερο ομότεχνό του; Κι αν πρόκειται για βιογραφία, όπως είναι το Φλεγόμενο αγόρι του Πολ Όστερ για τον Στίβεν Κρέιν, που έχει ευτυχήσει μεταφραστικά στα επιδέξια χέρια της Ιωάννας Ηλιάδη, εκδόσεις Μεταίχμιο, με ποιον τρόπο θα διεισδύσει ο βιογράφος στην εποχή του βιογραφούμενου και πώς θα ανακαλύψει ή πώς θα αναδείξει τα μυστικά της γραφής του, ενοφθαλμίζοντας τα στοιχεία τους στο πεζογραφικό και στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον του φθίνοντος 19ου αιώνα; Ο Κρέιν δεν πρόλαβε να ζήσει παραπάνω από είκοσι εννιά χρόνια (1871-1900), αλλά ο βίος και η τέχνη του αποδείχθηκαν συναρπαστικά. Διακρίθηκε στις πολεμικές ανταποκρίσεις και στο κοινωνικό ρεπορτάζ και έγραφε, όσο πρόλαβε να ζήσει, τα πάντα: ποιήματα, διηγήματα, μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες και μυθιστορήματα. Ο Όστερ ξετυλίγει συστηματικά τις μόλις τρεις δεκαετίες της ζωής του, βασισμένος σε εξαντλητική έρευνα των πρωτογενών και των δευτερογενών πηγών, αλλά νιώθει πως εκτός από πεζογράφος που καλείται να εμφυσήσει πνοή σε ένα τόσο πρόωρα χαμένο πρόσωπο, πλέκοντας σε έναν οιονεί μυθιστορηματικό ιστό τις περιπλανήσεις του Κρέιν (από τις ΗΠΑ των γουέστερν μέχρι την Ελλάδα, την Αγγλία και τη Γερμανία), χρειάζεται να αναλάβει και ρόλο κριτικού ερμηνευτή του έργου του. Υπό αυτή την έννοια ο Όστερ ανιχνεύει στα μυθιστορήματα και στις ιστορίες του Κέιν τη μόνιμη ευελιξία τους να αποσπώνται από το γενικό πλάνο της αναπαραστατικής τους εικόνας προκειμένου να φέρουν σε πρώτη γραμμή μια ιδιαιτέρως εστιασμένη λεπτομέρεια, τροφοδοτώντας εκ παραλλήλου τη δύναμη της γλώσσας τους: γλώσσα που επιζητεί να καταγράψει (ή μάλλον να υποδυθεί) τόσο τις ενστικτώδεις αντιδράσεις του υποκειμένου απέναντι στις πιέσεις τις οποίες δέχεται (και προκαλεί) ο περίγυρός του όσο και την ετοιμότητα του περίγυρου να ξεχυθεί και να απλωθεί στον εσωτερικό οργανισμό της.